προδικασία — προδικασίᾱ , προδικασία preliminary proceedings in a prosecution fem nom/voc/acc dual προδικασίᾱ , προδικασία preliminary proceedings in a prosecution fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδικασία — η το σύνολο των ενεργειών δικαστικής αρχής πριν από τη δίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδικασίας — προδικασίᾱς , προδικασία preliminary proceedings in a prosecution fem acc pl προδικασίᾱς , προδικασία preliminary proceedings in a prosecution fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδικασίαν — προδικασίᾱν , προδικασία preliminary proceedings in a prosecution fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
προδικαστικός — ή, ό, Ν [προδικασία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προδικασία 2. φρ. α) «προδικαστική απόφαση» (νομ.) μη οριστική απόφαση που εκδίδεται πριν από την οριστική και με την οποία το δικαστήριο τάσσει στους διαδίκους αποδείξεις τών εκατέρωθεν… … Dictionary of Greek
АРЕОПАГ — • Άρειος πάγος, ό, 1. холм в Афинах к западу от акрополя, см. Attica, 11, Аттика; 2. Α., древнейшее и знаменитейшее афинское судилище (δικαστήριον) и вместе с тем государственный, облеченный политической властью совет (βουλή),… … Реальный словарь классических древностей
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
κατηγορούμενος — Χαρακτηρισμός του προσώπου εναντίον του οποίου ασκείται ποινική δίωξη ή του αποδίδεται αξιόποινη πράξη σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης. Ο προσδιορισμός αυτός διατηρείται έως το τέλος της ποινικής διαδικασίας και το αμετάκλητο κλείσιμό της, με … Dictionary of Greek
κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… … Dictionary of Greek